top of page

Η «Κότα» του Γιόργκι Πάλφι βολτάρει στην Αττική γη

flix.gr | Λήδα Γαλανού

07.02.2024

Το Flix μαζεύει εντυπώσεις και μιλά με τους συντελεστές (αλλά όχι με την κότα πρωταγωνίστρια) της νέας κωμικο-τραγωδίας του Ούγγρου δημιουργού στα περίχωρα της Αθήνας.

Ποτέ δεν έχει γίνει στην Ελλάδα μια ταινία με πρωταγωνίστρια μια... κότα (ούτε κάποιο άλλο ζώο ή πτηνό, για την ακρίβεια). Την πρωτιά «κατέκτησε» ο Ούγγρος σκηνοθέτης Γιόργκι Πάλφι, γνωστός από τις φεστιβαλικές επιτυχίες «Taxidermia» (2006) και «Final Cut: Ladies and Gentlemen» (2012), που έκαναν την παγκόσμια πρεμιέρα τους στο Φεστιβάλ Καννών. Λίγο πριν φύγει το 2023, ο Πάλφι, σε μια παραγωγή της ελληνικής View Master Films και σε συμπαραγωγή με τη γερμανική Pallas Films, εγκαταστάθηκε στην Αττική και ολοκλήρωσε τα γυρίσματα της νέας ταινίας του, «Η Κότα». Ερμηνευτές της ιστορίας, φωτογενείς και υπάκουες κότες που έπαιξαν με την καθοδήγηση του εκπαιδευτή και συντονιστή ζώων σε γυρίσματα, Χόλας Αρπαντ (υπεύθυνου για το animal cast ταινιών σαν τα «Blade Runner 2049», «Hercules» και «Poor Things») και της ομάδας του κι ένα διακεκριμένο ανθρώπινο καστ Ελλήνων ηθοποιών, οι Αργύρης Πανταζάρας, Μαρία Διακοπαναγιώτου και Γιάννης Κοκκιασμένος.

Σύμφωνα με την επίσημη σύνοψη της ταινίας, Η «Κότα» είναι ένα κλασικό χιουμοριστικό chicken-run story με παράλληλα στοιχεία τραγωδίας. Η ιστορία ακολουθεί μια κότα από τη στιγμή της γέννησής της σε ένα εργοστάσιο εκτροφής πουλερικών μέχρι τη στιγμή που βρίσκει καταφύγιο στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου εστιατορίου. Εκεί έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα προοπτική της ύπαρξής της, καθώς ανακαλύπτει ότι, εκτός από αυγά, μπορεί να αποκτήσει και νεοσσούς. Από το σημείο αυτό, ο μόνος στόχος της ζωής της θα είναι να αποκτήσει οικογένεια. Εμπόδιο στην επιθυμία της στέκεται ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου που χρησιμοποιεί καθημερινά τα αυγά προς δική του κατανάλωση. Μέσα από τις ξεκαρδιστικές απόπειρες της κότας για ανεξαρτητοποίηση, ξετυλίγεται σε δεύτερο επίπεδο η τραγική ιστορία του ιδιοκτήτη του εστιατορίου που, στην προσπάθειά του να ισορροπήσει οικονομικά, έρχεται αντιμέτωπος με ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα.

Το Flix μίλησε με τον Γιόργκι Πάλφι αλλά και με τη View Master Films, μαζεύοντας εντυπώσεις, σκέψεις, δυσκολίες κι ευχάριστες εκπλήξεις, πριν η κότα το σκάσει για το post production της.

Για ν' αρχίσουμε από την αρχή, γιατί ο Γιόργκι Πάλφι επέλεξε μια συμπαραγωγή με την Ελλάδα και την Αττική ως ιδανικό location για τα γυρίσματά του; «Ετοίμασα μια ταινία με "διεθνείς" δυνατότητες,» λέει ο σκηνοθέτης. «Αναζήτησα μια θεματική και ένα σενάριο που θα μπορούσα να κινηματογραφήσω οπουδήποτε στον κόσμο. Αναγκάστηκα να λειτουργήσω έτσι επειδή μπήκα - για πολιτικούς λόγους - στη "μαύρη λίστα" στη χώρα μου, την Ουγγαρία, μαζί με πολλούς συναδέλφους μου δημιουργούς και σκηνοθέτες. Δεν ήμουν πολιτικοποιημένος, αλλά οι χρηματοδοτήσεις διανέμονται μεταξύ φορέων και ανθρώπων που συνδέονται στενά με τους πολιτικούς στη χώρα μου. Και η δημιουργία ταινιών συνεπάγεται κόστος, το οποίο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ελλείψει κρατικής υποστήριξης. Εγώ, από την άλλη πλευρά, θέλω να γυρίζω ταινίες: αυτό κάνω όλη μου τη ζωή, γι' αυτό προετοιμάστηκα και σπούδασα. Εψαχνα έναν τρόπο για το πώς. Αναζήτησα λύσεις στο εξωτερικό και έτσι συνάντησα τον Ελληνογερμανό παραγωγό Θανάση Καραθάνο, με έδρα το Βερολίνο. Ο Θανάσης ερωτεύτηκε την ιδέα, υπέβαλε τις αιτήσεις στο Arte και στο Eurimages και μου πρότεινε να γυρίσω την ταινία στην Ελλάδα - γεγονός που δεν μετάνιωσα καθόλου στη συνέχεια.»

Ομως η σχέση με την ελληνική κουλτούρα προϋπήρχε αυτής της συμφωνίας, μια και ο Πάλφι έγραψε μια σύγχρονη κοινωνική κωμωδία που δανείζεται στοιχεία από την αρχαία ελληνική τραγωδία: «Γράψαμε μια σύγχρονη, γκροτέσκ κωμωδία με τραγικό βάθος,» εξηγεί. «Θέλησα να μιλήσω για το σήμερα από μια ιδαίτερη οπτική γωνία (από την οπτική γωνία μιας κότας) και ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσω την οπτική γωνία του αρχαίου ελληνικού δράματος που επιβίωσε για χιλιάδες χρόνια. Ηθελα μια μικρή ιστορία αλλά με οικουμενικότητα. Οταν καταλήξαμε ότι θα γυρίζαμε την ταινία στην Ελλάδα, κινηθήκαμε συνειδητά προς την ελληνική τραγωδία.»

Μέσα στην ιδιαίτερη πλοκή της, η ταινία θίγει το, ίσως, μεγαλύτερο έγκλημα της εποχής μας, το να είμαστε παθητικοί, να μην παίρνουμε θέση. Λέει ο Πάλφι σχετικά, «Φυσικά, πρέπει να διακρίνουμε τα εγκλήματα που διαπράττονται εκ προθέσεως, από αυτά που προκαλούνται λόγω της "παθητικής" στάσης. Μας απασχολεί σε αυτή την ταινία το κατά πόσον υπάρχει μια θέση αουτσάιντερ. Κατά πόσον η "μη εμπλοκή" είναι δυνατή ή πρόκειται απλώς για αυτοεξαίρεση. Σε αυτή την ιστορία, σε αυτή την ταινία, δεν έχουμε να κάνουμε με τους δράστες, αλλά με εκείνους που επιτρέπουν τα πράγματα να συμβαίνουν, που δεν αισθάνονται ότι τα προβλήματα είναι δικά τους. Ωστόσο, μια τέτοια στάση οδηγεί στη διάπραξη μεγαλύτερων εγκλημάτων.

Θα μπορούσαν να αντιδράσουν, αλλά επιλέγουν να παραμείνουν σιωπηλοί. Ετσι, ακόμη και αν δεν είναι οι άμεσοι δράστες του εγκλήματος, είναι ωστόσο συνεργοί. Ναι, η παράλειψη και η παθητικότητα σε μια ξεκάθαρη κατάσταση μπορεί να είναι εγκληματική. Χρειάζεται όμως μεγάλη ευαισθητοποίηση για να βρει κανείς τη στιγμή που θα πάρει θέση και θα σταματήσει τη διαδικασία, όταν είναι ακόμα εφικτό και όχι πολύ αργά.»

Πώς ήταν, για τον σκηνοθέτη, η συνεργασία με την ελληνική ομάδα, ειδικά με τους συμπαραγωγούς και με τον διευθυντή φωτογραφίας, Γιώργο Καρβέλα; «Με μια λέξη: καταπληκτική. Συγκεντρώθηκε μια πολύ σπουδαία ομάδα συνεργατών. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε μια οικογενειακή ατμόσφαιρα, αλλά και με πολύ σκληρή δουλειά. Πήραμε τα μέγιστα ο ένας από τον άλλον. Είναι πάντα δύσκολο να εργάζεται κανείς σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον μακριά από το δικό του, αλλά με βοήθησαν πολύ όλα τα μέλη του συνεργείου. Ανατρέχοντας στις φωτογραφίες που τραβήξαμε στα γυρίσματα συνειδητοποιώ πόσο γελάσαμε και ελπίζω ότι αυτή η καλή διάθεση θα περάσει στους θεατές που θα παρακολουθήσουν την ταινία. Επέλεξα τον Γιώργο Καρβέλα με βάση τις προηγούμενες δουλειές του και οι παραγωγοί αποδέχτηκαν και στήριξαν την απόφασή μου. Κατανοήσαμε ο ένας τον άλλον από την πρώτη στιγμή και μαζί καταφέραμε να αναλάβουμε την τεράστια και ασυνήθιστη πρόκληση που έθετε μια τέτοια ταινία με χαρακτήρες - ζώα.

Ολα τα προβλήματά μας προέρχονταν από τη χρηματοδότηση. Χάρη στην αποφασιστικότητα των Ελλήνων παραγωγών, Γιώργου Κυριάκου και Κώστα Λαμπρόπουλου, πραγματοποιήθηκαν όλα τα γυρίσματα, μέχρι και την τελευταία ημέρα, αν και δεν διαθέταμε όλες τις εγκρίσεις ακόμη. Συχνά έπρεπε να δώσουμε προσοχή στο τι είδους εξοπλισμό χρησιμοποιούμε, στον αριθμό των συνεργατών και των ημερών. Επρεπε να κάνουμε εξοικονόμηση σε πόρους και δυναμικό, γεγονός που έκανε τα γυρίσματα αρκετά δύσκολα. Τελικά τα καταφέραμε χωρίς σοβαρές εκπτώσεις και το υλικό φαίνεταιι ότι δεν θα μας προδώσει στο τελικό αποτέλεσμα.»

Για την επαφή του με το ελληνικό καστ, ο Πάλφι μιλά με ενθουσιασμό: «Δεν ήθελα επαγγελματίες ηθοποιούς για την ταινία. Ηθελα να συνεργαστώ με ερασιτέχνες, πραγματικούς ανθρώπους του χωριού. Αλλά λόγω των γλωσσικών και πολιτισμικών διαφορών, ήταν αδύνατο να επικοινωνήσω μαζί τους όπως έπρεπε. Γι' αυτό αποφάσισα να ακολουθησω τη συμβουλή των casting directors, Σωτηρίας Μαρίνη και Ακη Γουρζουλίδη και να συνεργαστώ με επαγγελματίες ηθοποιούς. Ετσι αναπτύσσεται η γλώσσα του κινηματογράφου. Είμαι πολύ ευγνώμων, γιατί γνώρισα σπουδαίους και αφοσιωμένους ηθοποιούς. Ο Γιάννης Κοκκιασμένος, η Μαρία Διακοπαναγιώτου και ο Αργύρης Πανταζάρας βοήθησαν σε κάθε επίπεδο, πρότειναν λύσεις με βάση το σενάριο και αντέδρασαν με μεγάλη ευαισθησία στις οδηγίες. Μπορώ μόνο να ελπίζω ότι και αυτοί έμαθαν τόσα πολλά κατά τη διάρκεια της κοινής μας δουλειάς, όσα έμαθα κι εγώ από αυτούς.»

Αρα, θεωρεί ο Ούγγρος σκηνοθέτης ότι η Ελλάδα είναι γόνιμο έδαφος για τη δημιουργία ταινιών; «Στην Ελλάδα,» μας λέει, «υπάρχουν όμορφα τοπία, ευγενικοί και προετοιμασμένοι άνθρωποι, ικανό συνεργείο και ένα εξαιρετικό περιβάλλον για γυρίσματα. Με τους σωστούς δημιουργούς και το κατάλληλο οικονομικό υπόβαθρο, είναι ένα ιδανικό μέρος για τη δημιουργία ταινιών. Και τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: το φαγητό είναι επίσης πολύ καλό.»

Ο Γιώργος Κυριάκος, παραγωγός στη View Master Films, από την πλευρά του, μοιράζεται τις δυσκολίες και τις ευκολίες που αντιμετώπισε στο στήσιμο αυτής της συμπαραγωγής, αλλά και την εμπειρία του στη συνεργασία με τους ελληνικούς κρατικούς χρηματοδοτικούς φορείς: «Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τις δυσκολίες ή τις ευκολίες στο στήσιμο της συγκεκριμένης συμπαραγωγής, καθώς συνεχίζει να εξελίσσεται και δεν διαθέτουμε ακόμη την απαραίτητη αποστασιοποίηση. Οι ελληνικοί κρατικοί χρηματοδοτικοί φορείς στάθηκαν σύσσωμοι στο πλευρό μας (Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ, ΕΚΟΜΕ), αν και μέχρι την τελευταία στιγμή αναμέναμε τις σχετικές εγκρίσεις και αποφάσεις. Το οικονομικό ρίσκο ήταν σοβαρό και οποιαδήποτε αρνητική απάντηση θα έθετε σε κίνδυνο τα γυρίσματα. Με τους συμπαραγωγούς μας από τη Γερμανία, Θανάση Καραθάνο και Μάρτιν Χάμπελ, έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες και η σχέση μας έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου. Υπάρχει κατανόηση, αλληλοεκτίμηση και μια κοινή γλώσσα, γεγονός που βοηθά – ιδίως όταν προκύπτει επείγουσα ανάγκη για δράση και αποφάσεις.

Θα έλεγα πως η μεγαλύτερη δυσκολία είχε να κάνει με τη διαχείριση του προϋπολογισμού σε συνδυασμό με το πρόγραμμα των γυρισμάτων και την αναζήτηση των κατάλληλων συνεργατών.Η "έκρηξη" των τηλεοπτικών και κινηματογραφικών γυρισμάτων έχει επιφέρει κατακόρυφη αύξηση στα κόστη των υπηρεσιών, χωρίς αντίστοιχα να έχουν προσαμοστεί οι οικονομικές ενισχύσεις. Αποτέλεσμα είναι να ασκούνται πιέσεις στον σκηνοθέτη και τους παραγωγούς για προσαρμογή του προγράμματος και των αναγκών της ταινίας. Επίσης έχει περιοριστεί σοβαρά η διαθεσιμότητα των συνεργατών μας, καθώς απασχολούνται για μεγάλα διαστήματα στο service των μεγάλων ξένων παραγωγών και δεν μπορούν να δεσμευτούν στις μικρότερες, ελληνικές ταινίες.»

Τι ιδιαιτερότητες, όμως, έχει η παραγωγή αυτής της ταινίας, από τη συνεργασία με τον Γιόργκι Πάλφι, το location scouting, τη συγκρότηση μιας ομάδας συνεργατών από πολλές χώρες, ως το κάστινγκ και την εκπαίδευση... της κότας; «Κάθε ταινία αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, έναν μοναδικό κόσμο. Δεν υπάρχει δυστυχώς μια και μοναδική συνταγή να ακολουθήσουμε για ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα. Κάθε φορά είναι μια νέα περιπέτεια. Στην περίπτωση της "Κότας", οι μεγαλύτερες δυσκολίες είχαν να κάνουν με τη συνεργασία με τα ζώα: Σε καμία ελληνική ταινία μέχρι σήμερα δεν έχουμε ζώο ρε ρόλο πρωταγωνιστή που να καλείται να εκτελέσει απαιτητικές σκηνές. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε η απαραίτητη εμπειρία στην ελληνική αγορά, ώστε να είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τις ανάγκες και να τις προϋπολογίσουμε. Επίσης, ο σκηνοθέτης δεν είχε ξαναδουλέψει στο παρελθόν με ζώα, γεγονός που δεν μας βοηθούσε στη δημιουργία του προγράμματος.

Ευτυχώς, η λύση βρέθηκε στο πρόσωπο του Χόλας Αρπαντ, ενός Ούγγρου εκπαιδευτή ζώων που συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα στούντιο στην Ευρώπη. Ο Αρπαντ έφερε στη Ελλάδα όχι μόνο εκπαιδευμένες κότες και κόκορες, αλλά επίσης γεράκια, φίδια, ποντίκια, γάτες... Επειδή η εμπειρία ήταν τόσο μοναδική και τόσο σπάνια, φροντίσαμε να καταγραφεί ξεχωριστά για όποιον άλλο Ελληνα ή Ελληνίδα συνάδελφο τολμήσει να συνεργαστεί με ζώα σε ταινία και χρειάζεται οδηγίες! Επίσης, αν και ο βασικός χώρος γυρισμάτων ήταν κυρίως ένας, ωστόσο ο συνδυασμός των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών (εγκαταλελειμένο εστιατόριο κοντά σε παραλία της Αττικής, με διαμορφωμένο σπίτι στον επάνω όροφο), μας δυσκόλεψε αρχικά. Με αρκετή έρευνα και επιμονή, βρήκαμε τον ιδανικό χώρο στην Αγία Μαρίνα.

Η συνενόηση με τους συνεργάτες από το εξωτερικό υπήρξε εύκολη, καθώς είναι έμπειροι επαγγελματίες με διάθεση να βρεθούν λύσεις. Επίσης, ο σκηνοθέτης, Γιόργκι Πάλφι, έμεινε στην Ελλάδα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, πάνω από ένα χρόνο, στη διάρκεια του οποίου είχαμε την ευκαιρία να συναντηθούμε πολλές φορές, να συζητήσουμε και να καταλάβει ο ένας τον άλλον. Το casting ανέλαβαν οι έμπειροι casting directors Σωτηρία Μαρίνη και Ακης Γουρζουλίδης, οι οποίοι έπρεπε αφενός να υπηρετήσουν το όραμα του σκηνοθέτη για ένα αποτέλεσμα στο ύφος του ντοκιμαντέρ και αφετέρου να προτείνουν ένα συνδυασμό επαγελματιών που να διαθέτουν τη σωστή δυναμική μεταξύ του - και εξοικείωση με ζώα!»

Σ' αυτό εδώ το στάδιο, και με την προοπτική της θέσπισης του ενιαίου φορέα (ΕΚΟΜΕ, ΕΚΚ, ΙΠΔ), ρωτήσαμε τον Γιώργο Κυριάκο εάν υπάρχει αισιοδοξία για το κοντινό μέλλον της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής και συμπαραγωγής. «Το μεγαλύτερο αγκάθι παραμένει η υπο-χρηματοδότηση των ελληνικών ταινιών,» μας είπε, «με την Ελλάδα να κατέχει μια απο τις τελευταίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση στις ενισχύσεις των οπτικοακουστικών έργων. Ελπίζω η δημιουργία του ενιαίου φορέα με κάποιον τρόπο (αν και δεν βλέπω ακόμη πώς) να αλλάξει τη δυναμική του ΕΚΚ και να μπορέσει να ενθαρρύνει και χρηματοδότησει πιο αποτελεσματικά τις ταινίες και τις παραγωγές στη γλώσσα μας. Τέλος, οφείλω να επισημάνω ότι το ΕΚΟΜΕ χρειάζεται συνέπεια και ευελιξία στις καταθέσεις και εγκρίσεις των σχεδίων, ώστε να μην εκτίθενται οι Ελληνες παραγωγοί και να παραμείνει βιώσιμος και δημοκρατικός ο κλάδος της παραγωγής ταινιών.»

Η Κότα Πρωταγωνιστούν: Αργύρης Πανταζάρας, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Γιάννης Κοκκιασμένος | Παραγωγοί: Γιώργος Κυριάκος, Θανάσης Καραθάνος, Martin Hampel, Βασίλης Τζανίδης, Εφη Σκρομπόλα | Executive Producer: Κώστας Λαμπρόπουλος | Παραγωγή: View Master Films (Ελλάδα), Pallas Film (Γερμανία) | Σενάριο: Szofia Ruttkay, Gyorgy Palfi | Σκηνοθεσία: Gyorgy Palfi | Casting: Σωτηρία Μαρίνη, Ακης Γουρζουλίζης | Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Καρβέλας | Μοντάζ: Lemhényi Réka | Σκηνικά: Κωνσταντίνος Ζαμάνης | Κοστούμια: Βασίλης Μπαρμπαρίγος | Μακιγιάζ: Σίσσυ Πετροπούλου | Την παγκόσμια διανομή της ταινίας έχει αναλάβει η γαλλική εταιρεία ΜΚ2 | Η ταινία χρηματοδοτείται από: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ, ΕΚΟΜΕ, ZDF/ARTE, MDM, MBB

https://flix.gr/articles/hen-gyorgy-palfi-set-visit-interviews.html?

bottom of page